Τα βρέφη που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα με υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από εκείνα που ζουν σε περιβάλλοντα με καθαρό αέρα, σύμφωνα με νέα έρευνα την οποία επικαλείται η Guardian.
Η συγκεκριμένη μελέτη, που θα παρουσιαστεί στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Αναπνευστικής Κοινότητας στη Μαδρίτη, είναι η πρώτη που επικεντρώθηκε στο πως ποικίλοι ρύποι επηρεάζουν τις ζωές των παιδιών σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Η Σάρα Κοτέχα, που διεξήγε τη μελέτη, ερευνήτρια στη σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ, εξηγεί ότι δεν είναι στην αρμοδιότητα των μητέρων και των οικογενειών, εν γένει, να αποφεύγουν την ατμοσφαιρική ρύπανση, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής οφείλουν να προσπαθούν να τη μειώσουν, ενώ οι επιστήμονες πρέπει να εξετάσουν τις επιπτώσεις της στην υγεία, με στόχο την προώθηση νέων αποτελεσματικών παρεμβάσεων.
Για την παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από 8 εκατομμύρια γεννήσεις στην Αγγλία και την Ουαλία το χρονικό διάστημα 2001 έως 2012. Η ερευνητική ομάδα χώρισε τις δύο αυτές χώρες σε 35.000 περιοχές όπου η κάθε μια περιλάμβανε 1.500 κατοίκους. Στη συνέχεια, εξέτασε τα ετήσια ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας (σε βρέφη άνω του ενός έτους) σε συνδυασμό με τρεις ρύπους: τα αιωρούμενα σωματίδια PM10 που προέρχονται συνήθως από τα αυτοκίνητα και την καύση αποβλήτων, το διοξείδιο του αζώτου (NO2) και το διοξείδιο του θείου (SO2) το οποίο εκπέμπεται κατά κύριο λόγο με την καύση ορυκτών για τη γέννηση ενέργειας και κατά την εξαγωγή μετάλλων. Για τον κάθε έναν από αυτούς τους ρύπους οι μελετητές συνέκριναν τα ποσοστά θνησιμότητας στις πέντε πιο μολυσμένες και στις πέντε πιο καθαρές περιοχές.
Συνολικά, βρέθηκε ότι τα παιδιά που ζούσαν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικών ρύπων είχαν 20-40% περισσότερες πιθανότητες θανάτου από οποιοδήποτε αίτιο.
Αντίστοιχα αυξημένη ήταν η πιθανότητα νεογνικού θανάτου (εντός 28 ημερών από τη γέννηση) ενώ το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 30-50% για τους θανάτους μετά τις 28 πρώτες μέρες ζωής. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι αυτοί που ζούσαν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα PM10 είχαν 4% μεγαλύτερη πιθανότητα θνησιμότητας, εκείνοι που ζούσαν σε περιοχές μολυσμένες από διοξείδιο του αζώτου είχαν 7% περισσότερες πιθανότητες θανάτου και όσοι ζούσαν σε περιοχές με αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του θείου είχαν 19% περισσότερες πιθανότητες βρεφικού θανάτου. Αυτός ο τελευταίος ρύπος, μάλιστα, συνδέθηκε με τον βρεφικό θάνατο εντός 28 ημερών από τη γέννηση.
Η Κοτέχα εξηγεί αυτό το εύρημα λέγοντας πως το διοξείδιο του θείου είναι πιο πιθανό να διαπερνά τον πλακούντα της μέλλουσας μητέρας και να επηρεάζει το αναπτυσσόμενο έμβρυο.
Μια δεύτερη έρευνα, παρατήρησε μειωμένη λειτουργικότητα των πνευμόνων σε παιδιά οχτώ ετών που ζούσαν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα PM10, αν και η επίδραση αυτή δεν διατηρήθηκε όταν τα παιδιά αυτά έφτασαν τα 15 έτη.
Η Άννα Χάνσελ, καθηγήτρια περιβαλλοντικής επιδημιολογίας και διευθύντρια του Κέντρου Περιβαλλοντικής Υγείας και Βιωσιμότητας του Πανεπιστημίου Λέστερ στη Βρετανία εξηγεί την απουσία επίδρασης της ρύπανσης στα 15 έτη λέγοντας πως είτε καθώς περνούν τα χρόνια οι ατμοσφαιρικοί ρύποι μειώνονται είτε οι πνεύμονες που αναπτύσσονται μπορούν να τους αντιμετωπίσουν.
Στην έρευνα αυτή, μετρούσαν την έκθεση των παιδιών σε αυτόν τον ρύπο κάθε τρίμηνο στις ηλικίες 0-6 μηνών, 7-12 μηνών και μετά ανά έτος έως τα 15 έτη. Συμμετείχαν 13.963 παιδιά το διάστημα 1990 έως 2008 και μετρήθηκε η ένταση της εκπνοής τους και επιπλέον η μέγιστη ποσότητα αέρα που μπορούσαν να εκπνεύσουν μετά από την βαθύτερη δυνατή εισπνοή.
Η καθηγήτρια Μιριέλ Τολεντάνο του Πανεπιστημίου «Imperial» του Λονδίνου, ειδικός στην παιδική υγεία, επιβεβαιώνει πως η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των παιδιών, αλλά παράλληλα τονίζει ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που μπορεί να την επιβαρύνουν, οι οποίοι δεν εξετάστηκαν στην παρούσα μελέτη. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι μητέρες που καπνίζουν και το βάρος του παιδιού κατά τη γέννηση.
Η δρ Πένι Γουντς, πρόεδρος του Βρετανικού Ιδρύματος για τον Πνεύμονα, υπογραμμίζει ότι αυτή η έρευνα προειδοποιεί για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η ατμοσφαιρική ρύπανση στην υγεία και επομένως οφείλει να αφυπνίσει τις κυβερνήσεις, ώστε να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης που περνά η δημόσια υγεία. ΄
Η Κοτέχα κατάλήγει πως αν και τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πρόοδος, η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης παραμένει ακόμα σημαντική πρόκληση για τη μείωση των βρεφικών θανάτων. Η ίδια προσθέτει πως η κατανόηση του πώς η ρύπανση επηρεάζει τα παιδιά είτε άμεσα είτε μέσω των μητέρων τους θα μας επιτρέψει να αναπτύξουμε νέες θεραπείες και άλλες παρεμβάσεις ανάλογα με τον τύπο του ρύπου και το επίπεδο έκθεσης σε αυτόν.
Ο Γιόργκεν Βέστμπο, πρόεδρος του Συμβουλίου για την Εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Αναπνευστικής Κοινότητας και καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ στην Βρετανία εξηγεί ότι η αναπνοή είναι η πιο βασική ανθρώπινη λειτουργία που απαιτείται για τη διατήρηση της ζωής. Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τον αγώνα για το δικαίωμα να εισπνέουμε καθαρού αέρα και πρέπει να συνεχίσουμε να ασκούμε πιέσεις στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για να διασφαλίσουμε ότι τα μέγιστα επίπεδα ρύπων που επισημαίνονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) δεν πλήττουν τις πόλεις μας. Έτσι θα μπορέσουμε να προστατεύσουμε την υγεία των βρεφών, καθώς και του ευρύτερου πληθυσμού.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με μειωμένο προσδόκιμο ζωής, αυξάνει τα περιστατικά άσθματος και άλλων αναπνευστικών ασθενειών και επηρεάζει την ομαλή ανάπτυξη των πνευμόνων.
ΑΠΕ