Προειδοποίηση-βόμβα ότι εάν δεν συμφωνηθεί μια γενναία ελάφρυνση του δημοσίου χρέους η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει περιλαμβάνει η τακτική τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή που δόθηκε πριν από λίγο στη δημοσιότητα! Οι συντάκτες της έκθεσης παρουσιάζουν στοιχεία-σοκ σύμφωνα με τα οποία οι υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου σε πληρωμές τόκων την περίοδο 2021-2016 ανέρχονται στο αστρονομικό ύψος των 84,3 δισ. ευρώ.
Οι εμπειρογνώμονες του Γραφείου επισημαίνουν εξάλλου ότι «η έξοδος στις αγορές (και η έξοδος από τα μνημόνια) δεν σημαίνει είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς» κι ότι «η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της Ευρωζώνης».
Όπως επισημαίνουν, ειδικότερα, οι εμπειρογνώμονες του Γραφείου:
«Η οικονομική διακυβέρνηση της Ε.Ε. και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζουν γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της. Συγκροτούν ένα περιβάλλον αυξημένης αμοιβαίας εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Εκτός τούτου οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης. Ακόμα και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση! Επίσης, η πιθανόν αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία.
Επιπροσθέτως, έχουμε δεσμευθεί σε σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018 (πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020 συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ!). Στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060!».
Από την άλλη πλευρά, οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν ότι «μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος», ουσιαστικά δηλαδή να χαλαρώσει η περιοριστική πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο».
Σημειώνουν τέλος ότι «η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ (αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο) και των ευρωπαϊκών θεσμών (μέσω κυρίως της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους).»
Ανάπτυξη
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης βελτιώθηκαν. Η Ελλάδα φαίνεται ότι βγαίνει από την κρίση. Για το 2017 αναμένεται σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις ότι η οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης 1,8%.
Η δημοσιονομική πορεία.
Για τη δημοσιονομική πορεία σημειώνεται ότι η αβεβαιότητα μειώνεται βραχυχρόνια. Ο γενικός στόχος για το 2017 και 2018 είναι να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα 1,75% ΑΕΠ και 3,5% ΑΕΠ αντίστοιχα. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποφευχθεί η λήψη νέων μέτρων εισπρακτικού χαρακτήρα το 2018.
Το δημόσιο χρέος
Οι συντάκτες της έκθεσης σημειώνουν ότι η ομαλή εφαρμογή του προγράμματος ως τον Αύγουστο 2018 είναι προϋπόθεση για να γίνει το επόμενο βήμα ελάφρυνσής του. Αυτή η ελάφρυνση, τονίζουν, είναι αναγκαία όχι τόσο γιατί σήμερα η επιβάρυνση του προϋπολογισμού για πληρωμή τόκων είναι δύσκολα διαχειρίσιμη (όπως δείχνει η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα), αλλά και διότι θα εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη μετά το 2021! Κούουν δε τον κώδωνα του κινδύνου ότι «χωρίς σοβαρή ελάφρυνση, η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει!»
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, που παραθέτουν οι εμπειρογνώμονες του Γ.Π.Β., οι μελλοντικές πληρωμές τόκων διαμορφώνονται ως εξής:
€ 6,5 δισ. το 2020
€ 11 δισ. το 2021
€ 24,5 δισ. το 2022
€ 17,5 δισ. το 2023
€ 13,6 δισ. το 2024
€ 9 δισ. το 2025
€ 8,6δισ. το 2026
Συνολικά, στην εξαετία 2021 - 2026 οι πληρωμές μόνο τόκων φτάνουν στο ποσό των € 84,3 δισ.!
Εσωτερικοί και εξωτερικοί κίνδυνοι.
Στην παραπάνω μικτή εικόνα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τους τυχόν κινδύνους που μπορεί να συμπιέσουν προς τα κάτω τις οικονομικές επιδόσεις εντός του 2017, το 2018 και μετά. Σε αυτούς τους κινδύνους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το ενδεχόμενο μη επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ το 2018 (και μετά ως το 2022, η κατάσταση των τραπεζών («κόκκινα δάνεια»), οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, ο κίνδυνος μη επίτευξης των εισπρακτικών στόχων από τη φορολογία λόγω των υψηλών φορολογικών συντελεστών.
Οι κίνδυνοι αυτοί έχουν εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες, με τις τελευταίες να μην εξαρτώνται φυσικά από την ελληνική κυβέρνηση.
Στις εσωτερικές πηγές κινδύνων οι συντάκτες της έκθεσης συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την πιθανή μεταρρυθμιστική κόπωση και καθυστέρηση στην εφαρμογή κρίσιμων παρεμβάσεων και άλλα πιεστικά προβλήματα που ενδεχομένως προκύψουν αυξάνοντας το συστημικό κίνδυνο στην ελληνική οικονομία (άρα και τους όρους δανεισμού) κ.α. Με άλλα λόγια, η αναμενόμενη ανάκαμψη κινδυνεύει να απογοητεύσει ή διακοπεί αν δεν εφαρμοσθούν οι μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου και αν δεν γίνουν εκτεταμένες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
Θέτουν δε το ερώτημα είναι αν η εφαρμοζόμενη πολιτική και το Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2018 ανταποκρίνονται με την ταχύτητα που επιβάλλει η κατάσταση στις απαιτήσεις της στρατηγικής, που στοχεύει σε υψηλή και διατηρήσιμη ανάκαμψη.
Τονίζουν δε ότι:
* Υπάρχουν καθυστερήσεις σε σειρά δομικών αλλαγών με εμφανέστερες τις τριβές γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τη Δημόσια Διοίκηση το ρυθμιστικό σύστημα των αγορών υπηρεσιών και εργασίας. Δεν χρειαζόταν το ναυάγιο του Σαρωνικού που προκάλεσε τεράστια οικολογική καταστροφή για να έλθουν στην επιφάνεια οι ανεπάρκειες των υφιστάμενων κανονιστικών ρυθμίσεων που ευνοούν την ασυδοσία. Ανάλογα ελλείμματα εμφανίζει το ρυθμιστικό σύστημα των αγορών εργασίας. Η υπουργός Εργασίας έχει δίκιο να αναδεικνύει σε μείζον θέμα την επιχειρηματική παραβατικότητα σε ορισμένους τομείς.
* Οι δυσκολίες υλοποίησης των δομικών μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο αντικατοπτρίζονται εξάλλου και στις καθυστερήσεις των δύο πρώτων αξιολογήσεων του τρέχοντος προγράμματος. Ωστόσο, έχει εκφραστεί η βούληση όλων των πλευρών για ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης.
Συστάσεις
Το ΓΠΚΒ συνιστά στην κυβέρνηση:
1) Να επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, στη διάχυση της καινοτομίας και, επομένως, της δυνητικής παραγωγικής ικανότητας (growth potential). Πολλές μεταρρυθμίσεις παραμερίζουν τα εμπόδια για παραγωγικές επενδύσεις. Σοβαρές επενδυτικές αποφάσεις εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος (όπου ένα πρώτο βήμα έγινε με την πρόβλεψη στον αναπτυξιακό νόμο ότι επενδύσεις που υπάγονται σε αυτόν δεν θα φοβούνται αλλαγές για μια δεκαετία), τη χωροταξία που θα βελτίωνε την προβλεψιμότητα της ρυθμιστικής πολιτικής και την αποτελεσματικότερη Δημόσια Διοίκηση. Υπενθυμίζουμε ότι σε σχέση με την τελευταία η χώρα έχει δεσμευθεί για σειρά αλλαγών (αξιολόγηση κλπ), που όμως αντιμετωπίζουν ισχυρές αντιδράσεις.
Να εντείνει τις προσπάθειες για ρύθμιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
2) Να συνεχίσει τις προσπάθειες για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, μειώνοντας το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής στα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα.
3) Να ολοκληρώσει την επανεξέταση των κρατικών δαπανών (spending review). Η διαδικασία έχει ήδη αρχίσει με πρωτοβουλία του Αν. Υπουργού οικονομικών και φαίνεται ότι αποδίδει αν κρίνουμε από την προβλεπόμενη για το 2018 μείωση της κρατικής κατανάλωσης. Συναφώς, η επανεξέταση δεν θα πρέπει να έχει μοναδικό στόχο τη μείωση των δαπανών αλλά κυρίως τη βελτίωση της απιοτελεσματικότητάς τους με τις αναγκαίες ανακατανομές.
4) Να εντείνει τις προσπάθειες κατά της φοροδιαφυγής αρχίζοντας από τις εμφανέστερες και μεγάλες ευκαιρίες για φοροδιαφυγή που συνδέονται με τη διακίνηση του πετρελαίου.
5) Να ενθαρρύνει σαφή πρόοδο στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να αρχίσει σταδιακά να αποκαθίσταται η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στη χώρα, παρέχοντας την απαιτούμενη ρευστότητα στην οικονομία
6) Να αξιοποιήσει πλήρως, εγκαίρως και αποτελεσματικά όλες οι δυνητικές πηγές ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.
7) Να εκτελεί ομαλά τον προϋπολογισμό, τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών, ώστε να αποφευχθεί η ανάγκη λήψης επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων.
8) Να συνεχίσει την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου, χωρίς τη μαζική συσσώρευση νέων.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές θα καταστούν δυνατές νέες εκδόσεις ομολόγων με ανεκτούς όρους (χαμηλότερα επιτόκια).
Σε ένα γενικότερο επίπεδο εκτιμούμε ότι η επιστροφή σε σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας.
Σε προηγούμενη ευκαιρία εκθέσαμε επίσης την άποψή μας για το ζήτημα των πελατειακών πρακτικών που έχει αναδειχθεί από καιρό στη δημόσια συζήτηση και μάλιστα διαχρονικά και διαπαραταξιακά! Μια πρώτη απάντηση σε αυτό επιχειρείται ήδη την εποχή της κρίσης και των προγραμμάτων προσαρμογής («μνημονίων») π.χ. στη δημοσιονομική διαχείριση με τη δημιουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (που περιορίζει την ευχέρεια της πολιτικής να παρεμβαίνει κατά την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας), την συμμόρφωση της χώρας με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ («δημοσιονομικό σύμφωνο») κ.α. Αλλά πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα ώστε να περιορισθούν δραστικότερα οι πελατειακές πρακτικές. Σε αυτό το θέμα δεν χωρούν ημίμετρα ούτε αμφισημίες.
Οι συντάκτες της έκθεσης δεν συνιστούν εμμονή στον στόχο της υπέρβασης των προβλεπόμενων από τις συμφωνίες με τους θεσμούς πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς, όπως τονίζουν, τέτοιες προσπάθειες «πνίγουν» την ανάπτυξη δεδομένου ότι στηρίζονται κυρίως σε φόρους. Σημειώνουν ωστόσο ότι, αν πάλι θεωρηθούν οι υπερβάσεις αναγκαίες, τότε θα πρέπει πραγματικά να εξετασθεί ο τρόπος δικαιότερης αναδιανομής τους ώστε να ωφεληθούν αυτοί που το έχουν πραγματικά ανάγκη.
Αναφερόμενοι ειδικότερα στις προθέσεις της κυβέρνησης για την αναδιανομή του υπερπλεονάσματος του φετινού κρατικού προϋπολογισμού εκφράζουν την άποψη ότι: «Αν μέρος του πλεονάσματος διοχετευθεί στοχευμένα σε κοινωνικές υπηρεσίες τότε βέβαια αμβλύνονται οι επιπτώσεις της ανισοκατανομής εισοδημάτων και της φτώχιας. Όμως στην περίπτωση αυτή μικρότερο ποσό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ευθέως αναπτυξιακούς στόχους. Στο συμπληρωματικό μνημόνιο προβλέπεται ότι αν υπάρξει «υπερπλεόνασμα» αυτό θα πρέπει να κατευθύνεται σε κοινωνικούς σκοπούς και σε μείωση της φορολογίας.
Κλείνοντας το κεφάλαιο των συμπερασμάτων, οι εμπειρογνώμονες του ΓΠΚΒ επισημαίνουν ότι «οι βραχυχρόνιες εξελίξεις είναι μεν ενθαρρυντικές, αλλά η μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική παραμένει αμφίβολη όσο καιρό δεν αλλάζουν βασικές δομές και θεσμοί της χώρας. Έχει σημασία στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε τις προβλέψεις του ΔΝΤ για την περίοδο μετά το 2020. Ο ρυθμός μεγέθυνσης μπορεί τότε να καθηλωθεί στο 1% ετησίως!»
dikaiologitika