Η Ευρώπη έχει ακόμη τη μεγαλύτερη ανά κεφαλή κατανάλωση αλκοόλ παγκοσμίως, με το πρόβλημα να είναι μικρότερο στον ευρωπαϊκό Νότο από ό,τι στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Στην Ελλάδα η μέση κατανάλωση εμφανίζει πτωτική τάση και παραμένει εδώ και χρόνια κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ για την περίοδο 2010-2016 σε 30 ευρωπαϊκές χώρες, περισσότεροι από 290.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο στην Ευρώπη εξαιτίας αιτιών που σχετίζονται με το αλκοόλ, από προβλήματα υγείας έως τροχαία. Η μείωση των θανάτων αυτών κατά 3% μεταξύ 2010-16 κρίνεται ανεπαρκής.
Παρά τη μείωση των θανάτων που σχετίζονται με το αλκοόλ, ιδίως στις σκανδιναβικές και στις μεσογειακές χώρες, το ποσοστό τους παραμένει υψηλό στην Ευρώπη (5,5%), δηλαδή περίπου ένας στους 18 θανάτους σχετίζονται με αυτό. Στην Ελλάδα το ποσοστό των σχετιζόμενων με το αλκοόλ θανάτων ανεξαρτήτως ηλικίας είναι μικρότερο (περίπου 4%), δηλαδή ένας στους 25.
Το ποσοστό μεταξύ των εφήβων και των νέων ενηλίκων θεωρείται απαράδεκτα υψηλό, τη στιγμή μάλιστα που οι περισσότεροι από αυτούς τους θανάτους θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Το 19% των θανάτων στις ηλικίες 15-19 ετών (ο ένας στους πέντε) και το 23,3% στις ηλικίες 20-24 ετών (σχεδόν ο ένας στους τέσσερις) σχετίζονται με το αλκοόλ στην Ευρώπη, ενώ και στην Ελλάδα τα ποσοστά αυτά είναι περίπου ίδια.
Κατά μέσο όρο οι άνθρωποι άνω των 15 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συν τη Νορβηγία και την Ελβετία) πίνουν το ισοδύναμο άνω των δύο μπουκαλιών κρασιού την εβδομάδα. Αν όμως αφαιρεθούν όσοι δεν πίνουν καθόλου αλκοόλ, τότε ο μέσος πότης στην Ευρώπη πίνει πάνω από τρία μπουκάλια την εβδομάδα, ποσότητα που μπορεί να έχει σε σοβαρές συνέπειες για την υγεία.
Η έκθεση εκτιμά ότι η ανά κεφαλή κατανάλωση από τα άτομα άνω των 15 ετών ανερχόταν το 2016 σε 11,3 λίτρα καθαρού αλκοόλ (ισοδυναμούν με πάνω από 170 γραμμάρια αλκοόλ την εβδομάδα), έναντι 11,5 λίτρων το 2010, δηλαδή υπήρξε οριακή μόνο μείωση. Οι άνδρες πίνουν σχεδόν τετραπλάσια ποσότητα (18,3 λίτρα καθαρού αλκοόλ) από ό,τι οι γυναίκες (4,7 λίτρα). Ανά ηλικιακή ομάδα, περισσότερο πίνουν οι άνδρες 35 έως 49 ετών και οι γυναίκες 20-24 ετών.
Το περιστασιακό βαρύ μεθύσι αποτελεί επίσης συχνό πρόβλημα. Σχεδόν ένας στους τρεις Ευρωπαίους (30,4%) καταναλώνουν «μονοκοπανιά» πάνω από 60 γραμμάρια καθαρού αλκοόλ, που ισοδυναμούν με πάνω από πέντε αλκοολούχα ποτά. Αυτό είναι κάτι που κάνουν πολύ συχνότερα οι άνδρες (47,4%, δηλαδή σχεδόν οι μισοί) από ό,τι οι γυναίκες (14,4%) και συμβαίνει κατ' εξοχήν στις βαλτικές χώρες και στην Τσεχία.
«Η κατανάλωση αλκοόλ έχει μειωθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά η πρόοδος έχει σταματήσει πια. Με περίπου 800 ανθρώπους να πεθαίνουν κάθε μέρα σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης λόγω του αλκοόλ, πρέπει να κάνουμε περισσότερα και να συνεχίσουμε τη μάχη», δήλωσε η περιφερειακή διευθύντρια του ΠΟΥ για την Ευρώπη δρ Σουζάνα Γιάκαμπ.
Το αλκοόλ μπορεί να κάνει κακό τόσο στη σωματική όσο και στην ψυχική υγεία. Τα τρία τέταρτα των θανάτων που σχετίζονται με αυτό (76,4%), οφείλονται σε μη μεταδοτικές παθήσεις όπως ο καρκίνος (29%), η κίρρωση του ήπατος (20%) και η καρδιαγγειακή νόσος (19%), ενώ το σχεδόν το ένα πέμπτο (18,3%) οφείλεται σε τροχαία, αυτοκτονίες και ανθρωποκτονίες που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ.
Ελλάδα
Η μέση ετήσια κατανάλωση καθαρού αλκοόλ στην Ελλάδα από τους ανθρώπους άνω των 15 ετών, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, εκτιμάται σε 10,7 λίτρα το 2016, ποσότητα που είναι ελαφρώς χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρώπης (11,3 λίτρα) και εμφανίζει διαχρονικά πτωτική τάση, καθώς το 1990 ήταν 12,5 λίτρα. Καθ' όλη την περίοδο 1990-2016 η μέση ετήσια κατανάλωση ανά κεφαλή στη χώρα μας ήταν χαμηλότερη από τη μέση ευρωπαϊκή.
Αν ληφθεί υπόψη όχι ο γενικός πληθυσμός, αλλά μόνο οι πότες, τότε η μέση ετήσια κατανάλωση αλκοόλ στη χώρα μας ήταν το 2016 18,3 λίτρα για τους άνδρες και 4,7 για τις γυναίκες, έναντι μέσου όρου 22 και 7,6 λίτρων στην Ευρώπη αντίστοιχα.
Όσον αφορά την κατανάλωση ανά είδος αλκοόλ, στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, το 2016 το 45,5% αφορούσε το κρασί, το 31,5% τη μπίρα και το 21,8% τα αλκοολούχα ποτά (ουίσκι, βότκα κ.α.), ενώ το 2010 τα αντίστοιχα ποσοστά ήσαν 53,2%, 24,9% και 20,5%. Συνεπώς διαχρονικά κερδίζει έδαφος η μπίρα σε βάρος του κρασιού, ενώ η κατανάλωση των υπόλοιπων ποτών είναι αναλογικά περίπου η ίδια.
Ο ΠΟΥ επισημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος από την κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα (περίπου το 40%) αφορά μη καταγεγραμμένη επισήμως ποσότητα που δεν καταγράφεται στις στατιστικές, καθώς παράγεται, διανέμεται και πουλιέται έξω από τα επίσημα κανάλια.
Το ποσοστό των Ελλήνων που το «τσούζουν» γερά (τουλάχιστον 60 γραμμάρια καθαρού αλκοόλ την ίδια μέρα μέσα στον τελευταίο μήνα) είναι 23,6% έναντι 30,4% του μέσου όρου στην Ευρώπη. Τα ποσοστά για τους άνδρες στην Ελλάδα που κάνουν περιστασιακές κραιπάλες, είναι 38,7%, ενώ για τις γυναίκες 9,6%, έναντι 47,4% και 14,4% αντίστοιχα στην Ευρώπη.
To 70% σχεδόν των θανάτων στην Ελλάδα που σχετίζονται με το αλκοόλ, έχουν να κάνουν με την κίρρωση του ήπατος, σχεδόν το 25% με τραυματισμούς, το 5% με καρκίνους και το 3% με καρδιαγγειακά προβλήματα.
Διαχρονική αύξηση εμφανίζουν οι νέοι 15 έως 19 ετών στην Ελλάδα που απέχουν από το αλκοόλ. Το ποσοστό τους εκτιμάτο σε περίπου 33% για τους άνδρες και 61% για τις γυναίκες το 2016 έναντι 26% και 50% το 2010 αντίστοιχα. Στις ηλικίες 20-24 ετών αποχή από το αλκοόλ έκαναν το 2016 το 19% των ανδρών και το 42% των γυναικών, έναντι 14% και 35% αντίστοιχα το 2010, συνεπώς και σε αυτή την ηλιακή ομάδα καταγράφεται αυξημένη διαχρονικά τάση των νέων να κόψουν το αλκοόλ.
Όσον αφορά τις κραιπάλες με αλκοόλ (περιστασιακή βαριά κατανάλωση), το 2016 το 41,5% των ανδρών ηλικίας 15-19 ετών στην Ελλάδα και το 10% των γυναικών έκαναν κάτι τέτοιο, έναντι 49% και 14% αντίστοιχα το 2010, άλλη μια ένδειξη μείωσης του αλκοόλ. Στις ηλικίες 20-24 ετών στη χώρα μας βαριά περιστασιακή κατανάλωση το 2016 ανέφεραν το 54% των ανδρών και το 17% των γυναικών, έναντι 60% και 22% αντίστοιχα το 2010.
Ο ΠΟΥ, μεταξύ άλλων, προτείνει να αυξηθούν οι φόροι στα αλκοολούχα ποτά, να επιβληθούν περαιτέρω απαγορεύσεις ή ευρείς περιορισμοί στις σχετικές διαφημίσεις προϊόντων αλκοόλ, καθώς και στη διαθεσιμότητα τους μέσω περιορισμού των ωρών πώλησης τους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ