Το βάρος για την τύχη της διεκδίκησης των οικονομικών απαιτήσεων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων καλούνται να σηκώσουν οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς η δική τους απόφαση θα αποτελέσει πυξίδα για το τι μέλλει γενέσθαι σχετικά με την επιστροφή ή μη των ήδη κομμένων δώρων σε υπαλλήλους του Δημοσίου και σε συνταξιούχους.
Πριν από λίγες ημέρες, το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Θεσσαλονίκης με απόφασή του έκρινε παράνομη την κατάργηση των δώρων δικαιώνοντας συνταξιούχο, μέλος του Ενιαίου Δικτύου Συνταξιούχων, που προσέφυγε ατομικά στη Δικαιοσύνη. Κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου έπαιξε το γεγονός ότι είχε προηγηθεί απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Ιούνιο του 2015, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η κατάργηση των δώρων από τις συντάξεις που είχε ψηφιστεί στους μνημονιακούς Νόμους 4093 και 4051 του 2012.
Η δικαστική λειτουργός που έκρινε την υπόθεση στη Θεσσαλονίκη ακολούθησε επί της ουσίας το νομολογιακό πάτημα του Ανώτατου Δικαστηρίου και δι’ αυτής της οδού δικαίωσε τον συνταξιούχο διατάσσοντας την επιστροφή των ήδη περικομμένων δώρων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όμως, θα επανεξεταστεί από το Εφετείο όπου έχει προσφύγει ο ΕΦΚΑ για να μην πληρώσει το ποσό της πρωτόδικης απόφασης, ενώ δεν αποκλείεται, αν και σε δεύτερο βαθμό δεν αλλάξουν τα δεδομένα, το κρίσιμο αυτό θέμα να φτάσει προς τελική κρίση στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Εκεί όπου έχει ήδη συζητηθεί και αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον μία άλλη απόφαση που είχε εκδοθεί πριν από περίπου δύο χρόνια από το Διοικητικό Πρωτοδικείο του Ναυπλίου (αριθμός απόφασης 155/2016), με βάση την οποία έχουν δικαιωθεί εν ενεργεία δικαστικοί υπάλληλοι σε ό,τι αφορά την επιστροφή των περικομμένων δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος αδείας. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρώτη ύλη και για εκείνη την απόφαση είχε αποτελέσει η κρίση του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας συγκεκριμένων διατάξεων του Νόμου 4093/2012 για την κατάργηση δώρων σε εν ενεργεία υπαλλήλους του Δημοσίου και συνταξιούχους.
Το Ελληνικό Δημόσιο όμως έχει κάνει χρήση του ένδικου μέσου της αναίρεσης οδηγώντας προς οριστική και αμετάκλητη κρίση και αυτή την υπόθεση ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας. Η σχετική απόφαση, που καταλαμβάνει τους προσφεύγοντες δικαστικούς υπαλλήλους, έχει ήδη συζητηθεί στο ΣτΕ και αναμένεται η κρίση των ανώτατων δικαστών.
Μια απόφαση που, όπως επισημαίνουν δικαστικές πηγές, ουσιαστικά θα κρίνει την τύχη της καταβολής των δώρων και στις δύο κατηγορίες, δηλαδή και για τους δημοσίους υπαλλήλους και για τους συνταξιούχους. Και με το δεδομένο ότι την απόφαση αυτή εκ του νόμου δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο για να την προσβάλει, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη βαρύτητα και τη σημασία της, αλλά και τον αντίκτυπο που θα έχει σε περίπτωση δικαίωσης των δικαστικών υπαλλήλων, που είχαν κερδίσει τη μάχη και σε πρώτο βαθμό από το Διοικητικό Δικαστήριο.
Πάντως, όπως λένε νομικοί, τουλάχιστον στα δικαστήρια πρώτου βαθμού, παρατηρείται μια νομολογιακή στροφή σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση συγκεκριμένων απαιτήσεων, και συγκεκριμένα για επιστροφή των κομμένων δώρων. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και αποφάσεις ειρηνοδικείων που έχουν δικαιώσει κατ’ επανάληψη εργαζομένους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετούν στο ελληνικό Δημόσιο. Στη δική τους περίπτωση τον τελικό λόγο θα έχουν οι δικαστές του Αρείου Πάγου, ενώπιον του οποίου ενδέχεται να οδηγηθούν οι αποφάσεις των Ειρηνοδικείων.
ΑΠΕ